συμπεπλεγμένως

συμπεπλεγμένως
ΝΑ
επίρρ. κατά τρόπο περίπλοκο
νεοελλ.
με αλληλεξάρτηση
αρχ.
σε σύνδεση με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεπλεγμένος τού συμπλέκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμπεπλεγμένως — complicatedly indeclform (adverb) συμπλέκω twine perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπεπλεγμένως — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «συμπεπλεγμένως». [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παραπεπλεγμένος τού παραπλέκω] …   Dictionary of Greek

  • συμπλέγδην — ΜΑ επίρρ. συμπεπλεγμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπλέκω + επιρρμ. κατάλ. δην (με τροπή τού κ σε γ αφομοιωτικά προς το δ ), πρβλ. αρπάγ δην] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”